γαργάλεμα
Смотреть что такое "γαργάλεμα" в других словарях:
γαργάλεμα — το [γαργαλεύω] βλ. γαργάλημα … Dictionary of Greek
γαργάλεμα — το πρόκληση ερεθισμού που φέρνει γέλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαργάλημα — και γαργάλεμα και γαργάλισμα, το και γαργαλισμός, ο ερεθισμός σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, πλευρά, πέλμα κ.ά.) που προκαλεί σύσπαση τών γελαστικών μυών … Dictionary of Greek
γαργάλημα — γαργάλημα, το και γαργαλητό, το το γαργάλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαργαλεμός — ο το γαργάλεμα: Με λίγο γαργαλεμό ξεσπάει σε γέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)